Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)

29 Μαρτίου: Άγιοι Ιωνάς, Βαραχήσιος και οι συν αυτοίς Ζανιθάς, Λάζαρος, Μαρουθάς, Ναρσής, Ηλίας, Μάρης, Άβιβος, Σιμιάθης και Σάββας (ή Σώθα)…

Οι Άγιοι Ιωνάς και Βαραχήσιος ήταν ασκητές και μαρτύρησαν περίπου το 330 μ.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Σαβώριος και των Βυζαντινών ο Μέγας Κωνσταντίνος.

Αναχώρησαν από τη Μονή που μόναζαν και πήγαν σε κάποια κωμόπολη, πού ονομαζόταν Μαρβιαβώχ (ή Μαρμιαβώχ). Εκεί επισκέφθηκαν εννιά κρατούμενους Μάρτυρες στην φυλακή, τον Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ηλία, Μάρη, Άβίβο, Σιμιάθη και Σάβα (ή Σώβα) και τους ενθάρρυναν στο μαρτύριο. Αμέσως τότε τους συνέλαβαν και αυτούς και τους οδήγησαν μπροστά σε τρεις άρχοντες των Περσών, τον Μασδράθ, τον Σιρώ και Μαρμισή. Αυτοί συμβούλευσαν τους Ιωνά και Βαραχήσιο ν’ αρνηθούν τον Χριστό και να προσκυνήσουν τη φωτιά, το νερό και τον ήλιο.

Οι Άγιου δεν υπάκουσαν και αφού τους έδεσαν, άρχισαν να τους χτυπούν αλύπητα. Στην συνέχεια τους έσυραν με τραχιά ραβδιά και τους άφησαν έξω στην παγωνιά όλη τη νύχτα. Κατρόπιν, έκοψαν τα δάκτυλα των χεριών και των ποδιών του Αγίου Ιωνά και τον έδεσαν σφικτά σε δένδρο. Εκεί τον πριόνισαν στη μέση και τον έριξαν σε λάκκο. Τον Άγιο Βαραχήσιο, αφού τον έσυραν γυμνό στα αγκάθια, τον έριξαν σε λάκκο και έχυσαν βραστή πίσσα επάνω στον φάρυγγά του, και έτσι τελειώθηκε ο βίος του.

Το ίδιο σκληρά βασανίσθηκαν και οι άλλοι Άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι θανατώθηκαν με πικρότατο θάνατο.

Τα ιερά λείψανα αυτών αγοράστηκαν από κάποιον ευσεβή Χριστιανό ονόματι Aυδηισώτην προς πεντακόσια μιλιαρίσια (περσικά νομίσματα), ο οποίος τα ενταφίασε με ευλάβεια.

Οι μεν ανωτέρω εννέα Mάρτυρες, τελειώθησαν την εικοστή εβδόμη Mαρτίου, οι δε Άγιοι Iωνάς και Bαραχήσιος τελειώθησαν την εικοστή ενάτη Mαρτίου.

Σημείωση: Τα λείψανα του Aγίου Mάρτυρα Λαζάρου, ενός εκ των εννέα Mαρτύρων αποθησαυρίσθηκαν στον Nαό των Aγίων Aποστόλων των Mεγάλων στην Κωνσταντινούπολη στις 20 Ιουνίου.


Eις τον Iωνάν.
Ἔχεις Ἰωνᾶν καὶ σύ, γῆ, πάντως μέγαν,
Κατ’ οὐδὲν ἐνδέοντα τοῦ θαλαττίου.

Eις τον Bαραχήσιον.
Διψῶν Βαραχήσιος Ἀθλητῶν τέλους,
Χανδὸν ζεούσης ἐκπίνει πίσσης σκύφον.

Eις τους εννέα.
Χριστοῦ ὑπετμηθέντες ἄνδρες ἐννέα,
Σύνεισιν ἤδη τάξεσι ταῖς ἐννέα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χορόν ἐννεάριθμον, πανευκλεῶν Ἀθλητών, καὶ λόγοις καὶ πράξεσι, πρὸς μαρτυρίου ὁδόν, λαμπρῶς ἐνισχύσατε· ὅθεν ἠγωνισμένοι, σὺν αὐτοῖς θεοφρόνως, ἅμα Βαραχησίῳ, Ἰωνᾶ θεοφόρε, πρεσβεύσατε τῷ Κυρίῳ, χάριν δοῦναι ἡμῖν καὶ ἔλεος

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μαρτύρων την δυάδα ἐπαξίως τιμήσωμεν, θεῖον Ἰωνᾶν και σεπτόν Βαραχήσιον, ἀσκήσαντας μεν πρότερον καλῶς, ἀθλήσαντας δε ἔπειτα στερρῶς. Διά τοῦτο και ὀ Ἀθλοθέτης Χριστός ἔστεψεν αὐτῶν τας κάρας: Δόξα τῷ δυναμώσαντι αὐτοῦς, δόξα τῷ καταστέψαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ αὐτῶν πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἡ Ἐκκλησία, την λαμπράν πανήγυριν τῶν ἀηττήτων Ἀθλητῶν, Βαραχησίου και Ἰωνᾶ. Διό και χαίρει τον Κτίστην δοξάζουσα.

Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μαρτύρων ἑνδεκάριθμος φάλαγξ, ἀνευφημείσθω μελῳδίαις ᾀσμάτων, σὺν Ἰωνᾷ ἡ θεῖος Βαραχήσιος, Ἄβιβος καὶ Λάζαρος, καὶ Ναρσῆς καὶ Ἠλίας, Μάρης Σιμεήθης τε, Μαρουθᾶς ὁ θεόφρων, καὶ Ζανιθᾶς καὶ Σάββας ὁ στερρός· ὑπὲρ ἡμῶν γάρ, Χριστὸν ἱκετεύουσι.

Μεγαλυνάριον
Στῖφος ἑνδεκάριθμον Ἀθλητῶν, ἐχθρῶν μυριάδας, ἐτροπώσαντο νοητῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, αἰνοῦντες χαρμοσύνως, Χριστὸν τὸν ἀθλοθέτην, ὑπερδοξάσωμεν.

Ὁ Οἶκος
Τους ὁμοζήλους Μάρτυρας, τους νικήσαντας τους Βασιλεῖς, οὖν οἰ πιστοί ἐπαινέσωμεν διηνεκῶς. Οὗτοι γαρ, τας τῶν τρυφῶν τοῦ βίου καταφρονήσαντες, εἰς τας οὐρανίους σκηνάς μετεστάθησαν, και ἡ κτίσις θεωροῦσα ἔχαιρε, τον Κύριον δοξάζουσα.

Κάθισμα
Ἦχος γ᾿. Την ὡραιότητα.
Τους ἐκνικήσαντας ἀσκήσει πρότερον, ἐχθρόν τον κάκιστον, εἶτα αἰσχύναντας τύραννον ἄθεον καλῶς, Μάρτυρας τους ἔνδοξους, θεῖον Βαραχήσιον, Ἰωνᾶν θεορρήμονα σήμερον ὑμνήσωμεν, ἐν ἐνθέοις τοῖς ἄσμασιν, προς οὕς και εἴπωμεν πιστοί πάντες, :Χαίροις ὦ δυάς μακαρία.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’ . Την Σοφίαν και Λόγον.
Ἀθλήσεως καύχημα, καὶ στεφάνων ἀξίωμα, οἱ ἔνδοξοι Ἀθλοφόροι περιβέβληνταί σε Κύριε· καρτερίᾳ γὰρ αἰκισμῶν, τοὺς ἀνόμους ἐτροπώσαντο, καὶ δυνάμει θεϊκῇ, ἐξ οὐρανοῦ τὴν νίκην ἐδέξατο. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τὸ μέγα σου ἔλεος.