Δεκαπενταύγουστος: Μια κηδεία που έγινε από τις μεγαλύτερες γιορτές

Η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου έχει ιδιαίτερη θέση στο εορτολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς συνδέεται άμεσα με τη μοναδικότητα του προσώπου της Παναγίας στο έργο «της εν Χριστώ σωτηρίας» των ανθρώπων.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη από τις γιορτές που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Χριστού, τις ονομαζόμενες θεομητορικές εορτές. Οι πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου εμφανίζονται τον πέμπτο αιώνα μ.Χ., γύρω στην εποχή που συγκλήθηκε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου (451), που καθόρισε το θεομητορικό δόγμα κι έγινε αιτία να αναπτυχθεί η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου.

Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, η Παναγία μητέρα αφήνει το πνεύμα της στα χέρια του Υιού και Θεού της. Απόστολοι εκ περάτων, μαθητές, φίλοι και πιστοί έχουν μαζευτεί γύρω από το πανάχραντο σκήνωμά της. Μία κηδεία γίνεται γιορτή. Παράδοξο και θαυμαστό το φαινόμενο κι όμως πραγματικό. Όχι μονάχα τότε, μα αιώνες τώρα, η ημέρα αυτή αποτελεί αιτία χαράς και ευφροσύνης. Σε κηδεία πάμε κι όμως γελάμε. Σε κηδεία πάμε κι όμως τα πρόσωπα και οι ψυχές μας γεμίζουν φως.

Το έχουμε συνειδητοποιήσει; Έχουμε αντιληφθεί ότι θα πάμε στους ναούς να εορτάσουμε έναν θάνατο; Κι εδώ ξεκινάει το μέγα ερώτημα. Πώς είναι δυνατόν να είμαστε καλεσμένοι σε κηδεία και πάντες να είναι χαρούμενοι; Από που πηγάζει αυτή η παράδοξη χαρά, η υπέρλογη και όχι παράλογη, να πηγαίνεις σε μια κηδεία κι αντί δακρύων και οδυρμών, να γελάς, να χαίρεσαι, να συγκινείσαι και να ξεσπάς σε ευχαριστίες;

Σε αυτήν την κηδεία, όμως, δεν μπορείς να πενθήσεις ή να κλάψεις, δεν αισθάνεσαι λύπη και θλίψη. Γιατί; Μα γιατί ο θάνατος καταργείται. Δεν υπάρχει ο θάνατος ως μηδέν, ως χωρισμός, μοναξιά και φόβος. Αλλά ως ένωση, φως και Συνάντηση.

Τι ήταν η ζωή της Παναγίας; Μια διαρκής συνάντηση με το Θεό. Μια υποταγή στο δικό Του θέλημα. Εκείνη είχε σβήσει, είχε χαθεί, ζούσε μόνο για Εκείνον. Δεν είχε τίποτε δικό της, για αυτό τα είχε όλα. Δεν είχε θέλημα για αυτό ήταν απολύτως ελεύθερη. Ζούσε σε διαρκή και αδιάλειπτο κοινωνία μαζί Του, για αυτό ο θάνατος δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Όταν ο άνθρωπος έχει φθάσει στην κατά χάριν Θέωσιν, είναι θεούμενος, τότε ο θάνατος παύει να έχει τα στοιχεία του φόβου και της απειλής. Μεταμορφώνεται σε κοινωνία, σχέση, συνάντηση μετά του Ανεσπέρου και γλυκυτάτου Φωτός.

Η Παναγία δεν φοβόταν το θάνατο, διότι όλη η ζωή της ήταν μια σχέση και κοινωνία με το Θεό. Πώς να φοβηθείς τον θάνατο όταν έχεις ζήσει ως αθάνατος; Εδώ είναι και το μυστικό. Στο ποσοστό που στη ζωή μας ζούμε σε κοινωνία με το Θεό ο θάνατος χάνει το φρικώδες πρόσωπό του. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι ποθούμε το θάνατο ή τον θεωρούμε φυσική πραγματικότητα του ανθρώπου. Ωστόσο, όταν η ζωή μάς έχει φως, χαρά, πνεύμα Άγιον, αυτό θα αποτυπωθεί και την ημέρα που ο Θεός θα διαλέξει να φύγουμε για τα αιώνια, εκεί που η Παναγία μάς περιμένει για πάντα.

Πηγή: pronews.gr