Επισκεπτόταν συχνά το Μοναστήρι [του οσίου Δαυίδ του Γέροντα στην Εύβοια] μία μητέρα με το άρρωστο παιδί της. Κάποια μέρα, αυτή έκανε δουλειές και ο γυιός της περιφερόταν στην αυλή.
Κάποιες κυρίες, είχαν μαζευτή εκεί στην αυλή και «σχολίαζαν» την πονεμένη αυτή μητέρα και τον γυιό της. Έλεγαν, πώς άντεχε να βαστά τέτοια δοκιμασία και δεν έκλεινε το παιδί της σε Ίδρυμα, να ησυχάση.
Έλεγαν και διάφορα άλλα πράγματα για την μητέρα του νέου.
Ξαφνικά, ο γέροντας Ιάκωβος [ο άγιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)] βγήκε από το κελλί του και πήγαινε προς την τραπεζαρία. Με το χάρισμα που είχε, φαίνεται ότι ήξερε τι συζητούσαν οι κυρίες εκείνες.
Αυτές, όταν τον είδαν να πλησιάζη, σταμάτησαν να μιλάνε.
Ο γέροντας Ιάκωβος πέρασε δίπλα τους και τις είπε:
«Βλέπετε, παιδιά μου, αυτήν την πονεμένη μητέρα; (και τους έδειξε την μητέρα του παιδιού που ήταν πιο πέρα). Αυτή η μητέρα, επειδή έχει μεγάλη πίστη στον Χριστό και υπομένει το πρόβλημα του παιδιού της, αυτή η μητέρα θα πάη στον χώρο των μαρτύρων και θα ευφραίνεται αιωνίως»!
Απόσπασμα από το βιβλίο ο «Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις, νουθεσίες, μαρτυρίες)» έκδοση Ενωμένη Ρωμηοσύνη.