Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος: Δεν μπορεί να πάρει τίποτα ο άνθρωπος, εάν δεν του είναι δοσμένο από τον ουρανό

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἦλθε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἔμεινε ἐκῖ μαζί τους καὶ ἐβάπτιζε.

Ὁ Ἰωάννης ἐπίσης ἐβάπτιζε εἰς τὴν Αἰνὼν πλησίον τοῦ Σαλείμ, διότι ἐκεῖ ἦσαν πολλὰ νερὰ καὶ ἤρχοντο καὶ ἐβαπτίζοντο.

Διότι ὁ Ἰωάννης δὲν εἶχε ἀκόμη ριφθῆ εἰς τὴν φυλακήν.

Τότε ἔγινε συζήτησις μεταξὺ μερικῶν ἐκ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου καὶ κάποιου Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ.

Καὶ ἦλθαν εἰς τὸν Ἰωάννην καὶ τοῦ εἶπαν, «Ραββί, ἐκεῖνος ποὺ ἦτο μαζί σου πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, διὰ τὸν ὁποῖον σὺ ἔδωκες μαρτυρίαν, βαπτίζει καὶ ὅλοι ἔρχονται σ’ αὐτόν».

Ἀπεκρίθη ὁ Ἰωάννης, «Δὲν μπορεῖ νὰ πάρῃ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν τοῦ εἶναι δοσμένον ἀπὸ τὸν οὐρανόν.

Σεῖς οἱ ἴδιοι εἶσθε μάρτυρες ὅτι εἶπα, «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστὸς ἀλλ’ ὅτι εἶμαι ἀπεσταλμένος πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον».

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν νύμφην εἶναι ὁ γαμβρὸς ἀλλ’ ὁ φίλος τοῦ γαμβροῦ ποὺ στέκει καὶ τὸν ἀκούει, χαίρει πολὺ διὰ τὴν φωνὴν τοῦ γαμβροῦ.

Αὐτὴ λοιπὸν ἡ χαρά μου ἔχει ὁλοκληρωθῆ. Ἐκεῖνος πρέπει νὰ αὐξάνῃ, ἐγὼ δὲ νὰ μικραίνω.

Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἐπάνω, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους. Ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴν γῆν, ἀνήκει εἰς τὴν γῆν καὶ μιλεῖ γιὰ γήϊνα πράγματα.

Ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανόν, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους· καὶ δίνει μαρτυρίαν δι’ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ἰδῇ καὶ ἀκούσει, καὶ ὅμως κανεὶς δὲν δέχεται τὴν μαρτυρίαν του.

Ἐκεῖνος ποὺ ἐδέχθηκε τὴν μαρτυρίαν του ἐβεβαίωσεν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀληθινός.

Ἐκεῖνος ποὺ ἔστειλε ὁ Θεός, λαλεῖ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς δὲν δίνει μὲ μέτρον τὸ Πνεῦμα.

Ὁ Πατέρας ἀγαπᾶ τὸν Υἱὸν καὶ παρέδωκε ὅλα εἰς τὰ χέρια του.

Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀπειθεῖ εἰς τὸν Υἱὸν δὲν θὰ ἰδῇ ζωὴν ἀλλ’ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπάνω του».

Aπόδοση στα Νεοελληνικά: Κατὰ Ἰωάννην (γ’ 22 – 36)

Αρχικό Κείμενο

Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβε μετ’ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν.

Ἦν δὲ καὶ ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο·

οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης.

Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ.

Καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ραββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν.

Ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.

Αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου.

Ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. Αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται.

Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι.

Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί,

καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε, τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει.

Ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν.

Ὅν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός, τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα.

Ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.
Ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ’ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ’ αὐτόν.

Αρχικό Κείμενο: Κατὰ Ἰωάννην (γ’ 22 – 36)