Η συνάντηση της Παναγίας με την Ελισάβετ

«Μακαρία η πιστεύσασα» (Λουκ. α΄ 45).

Η Ελισάβετ μακαρίζει την Παρθένο για την πίστι που έδειξε στον λόγο και την κλήσι του Θεού. Έτσι βλέπομε ότι η Ελισάβετ έκανε για το πρόσωπο της Θεοτόκου τα εξής: α) της απέδωσε τα πρωτεία τιμής και σεβασμού, β) την ονόμασε Μητέρα του Θεού και γ) την εμακάρισε για την πίστη της. Όλα αυτά συνθέτουν περιληπτικά τη στάση των πιστών έναντι της Θεοτόκου.

Και μόνο όσα άκουσε και έζησε η Παρθένος Μαρία στην πρώτη αυτή έξοδό της ήταν αρκετά να τη βοηθήσουν να εμβαθύνη πιο πολύ και να κατανοήση πιο βαθειά την κλήσι και την αποστολή της. Έτρεξε κοντά στην Ελισάβετ για να βρη ανακούφιση και ενθάρρυνση. Δεν πρόλαβε όμως να τη συναντήση και παίρνει απάντηση σ’ όλα τα θέματά της, πάρα πάνω απ’ ότι μπορούσε να σκεφθή ή να υπολογίση.

Όταν σε κορυφαίες στιγμές της ζωής μας καταφεύγωμε με εμπιστοσύνη σε ανθρώπους του Θεού θα βρούμε όχι μόνο απάντηση στα ερωτήματα μας, αλλά πλήρωση και ικανοποίηση της ψυχής μας. Πάμε κενοί και επιστρέφομε γεμάτοι. Ζητάμε ένα και παίρνομε «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» (Εφεσ. γ’ 20). Δεν είναι οι άνθρωποι που δίνουν. Πίσω τους στέκει ο Θεός. Εκείνος έχει και δίνει.

Δίνει μέσω των δικών του ανθρώπων. Αυτό ακριβώς βεβαιώνει το πνεύμα του Θεού, όταν λέη: «Αδελφός υπό αδελφού βοηθούμενος, ως πόλις οχυρά» (Παροιμ. ιη’ 19).

«Και είπε Μαριάμ• μεγαλύνει» (Λουκ. α΄ 46).

Μόλις η Ελισάβετ τελείωσε τον εμπνευσμένο χαιρετισμό της, η Μαριάμ άρχισε ν’ απαγγέλλη μια δική της Ωδή! Η πανηγυρική, ευχαριστήρια και δοξολογική ωδή (=τραγούδι), μετά από εξαιρετικά γεγονότα ήταν κάτι το συνηθισμένο στην ιστορία των αρχαίων Εβραίων. Έτσι, τόσο ο χαιρετισμός της Ελισάβετ όσο και η Ωδή της Παρθένου Μαρίας έρχονται να προστεθούν στις Ωδές της αδελφής του Μωυσή Μαριάμ (Εξοδ. ιε’ 1 – 19) , της Δεββώρας (Κριταί ε’ 2-31) και της προφήτιδος Άννης, μητέρας του προφήτου Σαμουήλ (Α’ Βασ. β ). Ιδίως η Ωδή της Θεοτόκου έχει πολλές απηχήσεις από τους Ψαλμούς και την Ωδή της Άννης. Αυτό φανερώνει, ότι η Παρθένος Μαρία, όπως και οι άλλες παρθένες του Ισραήλ, γνώριζε από την παιδική της ηλικία τους Ψαλμούς και τις Ωδές της Π. Διαθήκης που αναφέραμε πιο πάνω (ΥΑ, 63).

Η Ωδή της Θεοτόκου έμελλε να γίνη η κατ’ εξοχήν ευχαριστήρια Ωδή της ανθρωπότητος. Διότι αποτελεί μια περίληψι των Ωδών της Π. Διαθήκης και αφετηρία των πιο εμπνευσμένων συνθέσεων της χριστιανικής ψυχής (πρβλ. τη θέσι της Ωδής αυτής στην ορθόδοξο Λατρεία, καθώς και του ύμνου MAGNIFICAT (= μεγαλύνει) στην λατρεία και τη θρησκευτική μουσική της Δύσεως).

Η Θεοτόκος, υπό την έξαρσι των θαυμαστών γεγονότων της ζωής της συνθέτει την εμπνευσμένη δοξολογική Ωδή της. Οι μεγάλες στιγμές της επεμβάσεως του Θεού στην προσωπική ή την συλλογική ζωή εμπνέουν ιδιαίτερα τις ευσεβείς και αφιερωμένες ψυχές. Πρώτες αυτές βλέπουν το ευεργετικό χέρι του Θεού• ακούνε τη φωνή του και νοιώθουν το περπάτημά του στην Ιστορία (πρβλ. «Φωνή αδελφιδού μου• ιδού ούτος ήκει πηδών επί τα όρη… ομοιός εστίν αδελφιδός μου τη δορκάδι ή νεβρώ (=ελαφάκι) ελάφων», Άσμα Ά. β’ 8 – 9) διαισθάνονται το πέρασμά του κοντά τους (πρβλ. «οπίσω σου εις οσμήν μύρων σου δραμούμεν» Άσμα Α. α’ 4) και ξεσπούν σε ύμνους και ωδές.

Οι ποιηταί έγραψαν τα πιο όμορφα ποιήματα και τραγούδια σε στιγμές ιδιαίτερης εμπνεύσεως και εξάρσεως. Οι άγιες ψυχές γράφουν τις πιο ωραίες ωδές τους σε στιγμές παρουσίας του Θεού στην προσωπική τους ζωή και στην ιστορία του κόσμου…

(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.117-119 )