Ο δρόμος της αγάπης, της αλήθειας, και της σωτηρίας, είναι Αυτός, ο Άκτιστος Θεός, η Αγία Τριάδα.
Ο Λόγος του Θεού είναι η αγάπη, και η αγάπη αυτή υπήρχε πάντα, γιατί πάντα υπήρχε ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα, και τα τρία αυτά πρόσωπα ή υποστάσεις, είναι αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, και έχουν την ίδια δύναμη και κοινή Θεία ουσία.
Η μόνη ζωή που υπήρχε πάντα και δεν δημιουργήθηκε ποτέ, ήταν μόνο ο τριαδικός Θεός, και έφτιαξε ζωή, ξεκίνησε πρώτα τον αγγελικό κόσμο, και αργότερα τον υλικό κόσμο.
Και στους δύο κόσμους ο Θεός έδειξε τον δρόμο της αγάπης, και στον αγγελικό κόσμο ήρθε το σκοτάδι, υπεύθυνος ο διάβολος ο οποίος διαβάλλει την αλήθεια, δεν άκουσε τον Θεό και παρέσυρε ένα μέρος τον αγγέλλον στην πτώση.
Στον υλικό κόσμο πάλι υπεύθυνος για την πτώση είναι ο διάβολος, ο οποίος εξαπάτησε τους πρωτοπλάστους, είναι ο Όφις που περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη.
Ας θυμηθούμε πως έγινε η πτώση του ανθρώπου σε ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα:
Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον παράδεισον;” (Γεν. 3,1)
Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν. (Γεν. 3,2)
Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”. (Γεν. 3,3)
Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα αποθάνετε· κάθε άλλο. (Γεν. 3,4 )
Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”. (Γεν. 3,5)
Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και οι δύο. (Γεν. 3,6)
Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων, εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν την γυμνότητά των. (Γεν. 3,7)
Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού. (Γεν. 3,8 )
Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “’ Αδάμ, που είσαι;” (Γεν. 3,9)
Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου επειδή είμαι γυμνός δι’ αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”. (Γεν. 3,10)
Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου απηγόρευσα να φάγης;” (Γεν. 3,11)
Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”. (Γεν. 3,12)
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”. (Γεν. 3,13)
Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου. (Γεν. 3,14)
Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”. (Γεν. 3,15)
Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”. (Γεν. 3,16 )
Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. (Γεν. 3,17)
Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού. (Γεν. 3,18)
Καθ’ όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”. (Γεν. 3,19)
Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης. (Γεν. 3,20)
Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι’ αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν. (Γεν. 3,21)
Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”. (Γεν. 3,22)
Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του. (Γεν. 3,23)
Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής. (Γεν. 3,24)
Και τώρα στο σήμερα:
Τώρα είμαστε στο σήμερα, και ο Θεός που είναι η Αγάπη, μας δείχνει τον σωστό δρόμο, τον δρόμο της σωτηρίας μας.
Και έτσι, στο χέρι μας είναι τώρα να εφαρμόσουμε το θέλημα του, ώστε να σωθούμε.