Πρώτη θέση στην καρδιά μας πρέπει πάντα να έχει ο Θεός, και πρέπει πάντα να ενεργούμε σύμφωνα με το θέλημα του

Ο Θεός πρέπει να κατέχει την πρώτη θέση στην καρδιά μας.

Ολόκληρη η ζωή μας πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με το άγιο θέλημά Του. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, επικυρώνοντας τον λόγο της Παλαιάς Διαθήκης, ανέδειξε ως πρώτη και μέγιστη εντολή εκείνη που είχε δοθεί ήδη στον Ισραήλ, που είναι:

«Να αγαπάς Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, και εξ όλης της διανοίας σου, και εξ όλης της ισχύος σου» (Δευτ. 6:5, Μαρκ. 12:30).

Για να πράττουμε όμως σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει πρώτα να το γνωρίζουμε. Δυστυχώς, στις ημέρες μας επικρατεί μεγάλη άγνοια του θελήματος του Κυρίου. Πολλοί άνθρωποι ταλαιπωρούνται, κυνηγούν μάταιες επιθυμίες και ονειρεύονται πράγματα που, ενώ φαίνονται καλά στα μάτια τους, δεν είναι προς πνευματικό τους όφελος.

Η αλήθεια είναι πως φέρουμε και εμείς ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση. Δεν σταθήκαμε όπως θα έπρεπε στο πλευρό του αδελφού μας· δεν του δείξαμε την οδό της αλήθειας, ούτε τον βοηθήσαμε να γνωρίσει τον Θεό. Ξεχάσαμε τη δεύτερη εντολή, που ο Κύριος χαρακτήρισε όμοια με την πρώτη:

«Να αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λευιτ. 19:18, Ματθ. 22:39).

Ας μετανοήσουμε, λοιπόν, και ας αναθεωρήσουμε τον τρόπο ζωής μας.

Ας θέσουμε ως θεμέλιο τον Λόγο του Θεού και ας ζήσουμε με αλήθεια, αγάπη και υπακοή στο άγιο θέλημά Του. Μόνον τότε θα πορευόμαστε ορθά και θα απολαμβάνουμε την ειρήνη Του στις καρδιές μας.

Ας θυμηθούμε όμως αυτό το ευαγγελικό ανάγνωσμα με τις δύο βασικές εντολές του Κυρίου, που όλοι μας οφείλουμε να γνωρίζουμε:

Τον καιρό εκείνο, ἐπλησίασε ἕνας άπὸ τοὺς γραμματεῖς, ὁ ὁποῖος τοὺς ἄκουσε νὰ συζητοῦν καὶ ἐπειδὴ ἐκατάλαβε ὅτι καλὰ ἀπεκρίθη, τὸν ἐρώτησε, «Ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολάς;

Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι, Ἄκουε, Ἰσραήλ, ὁ Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι ἕνας Κύριος. Καὶ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή, Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου. Δὲν ὑπάρχει ἐντολὴ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτές».

Καὶ εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ γραμματεύς, «Καλά, Διδάκαλε. Ὀρθὰ εἶπες ὅτι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν, καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε αὐτὸν μὲ ὅλην τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτόν μας, ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας».

Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι συνετὰ ἀπεκρίθη, τοῦ εἶπε, «Δὲν εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτολμοῦσε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ. Καὶ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν διδασκαλίαν του εἰς τὸν ναόν, «Πῶς λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Δαυΐδ; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ εἶπε, ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, «Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου. Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν λέγει Κύριον, πῶς λοιπὸν εἶναι υἱός του;».

Πολὺς λαὸς τὸν ἄκουε εὐχάριστα. Καὶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν του ἔλεγε, «Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀρέσει νὰ κυκλοφοροῦν στολισμένοι καὶ ἀγαποῦν τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορᾶς.

Σε απόδοση στη νεοελληνική – Κατά Μάρκον (ιβ΄ 28-38)