Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;

Και ήρχισε να διδάσκη αυτούς, ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού και δια την σωτηρίαν των ανθρώπων πρέπει ο υιός του ανθρώπου πολλά να πάθη, να απορριφθή και να περιφρονηθή από τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και να φονευθή και έπειτα από τρεις ημέρας να αναστηθή.

Και από τότε επανελάμβανε ο Κυριος τα λόγια αυτά περί του πάθους του καθαρά και φανερά. Και ο Πετρος, αφού επήρε αυτόν ιδιαιτέρως, ήρχισε να του απευθύνη ζωηράς διαμαρτυρίας, δια να τον αποτρέψη από τον θάνατον.

Ο δε Κυριος, αφού εγύρισε και είδε τους μαθητάς του, επέπληξε τον Πετρον, λέγων· “ύπαγε οπίσω μου σατανά, διότι συ παρασυρόμενος από τα ανθρώπινα συναισθήματά σου, δεν φρονείς εκείνα που θέλει ο Θεός, αλλά εκείνα που αρέσουν στους ανθρώπους”.

Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα.

Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα.

Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του;

Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής;

Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ: Ο Ιησούς προλέγει το θάνατο και την ανάστασή του (8,31 – 8,38)