Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Η Δημιουργία του Ανθρώπου

Η Δημιουργία του Ανθρώπου.

Ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα εἰς τὸν κόσμον δὲν ἦσαν. Ἐπῆρεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γῆν χῶμα καὶ ἔπλασεν ἕνα ἄνδρα ὡσὰν ἡμᾶς, καὶ ἐνεφύσησε καὶ τοῦ ἐχάρισε ψυχὴν ἀθάνατον. Καὶ καθὼς ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι βάνομεν ἀλεύρι καὶ νερὸ καὶ τὰ ζυμώνομεν καὶ κάμνομεν ἕνα ψωμί, οὕτω καὶ ὁ Θεός. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ στοχασθῶμεν τί εἶνε τὸ σῶμα καὶ τί εἶνε ἡ ψυχή. Τὸ σῶμα εἶνε χῶμα καὶ αὔριον θὰ τὸ φάγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἀνάγκη εἶνε ἡ ψυχὴ νὰ χαίρεται πάντοτε εἰς τὸν παράδεισον, ἀνίσως καὶ κάμη καλά. Τοῦτο τὸ σῶμα ὁποὺ βλέπετε, ἀδελφοί μου, εἶνε τὸ φόρεμα τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχὴ εἶνε ἄνθρωπος· ἡ ψυχὴ εἶνε ὁποὺ βλέπει, ἀκούει, ὁμιλεῖ, περιπατεῖ, μανθάνει ἐπιστήμας, δίδει ζωὴν εἰς τὸ σῶμα καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ βρωμήση. Καὶ ἅμα ἔβγη ἡ ψυχή, τότε βρωμά, σκουληκιάζει τὸ σῶμα. Τὸ κορμὶ ἔχει τὰ ὄμματα, μὰ δὲν βλέπει· ἔχει τὰ ὦτα, μὰ δὲν ἀκούει· ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Ὅλα ἐνεργοῦνται διὰ τῆς ψυχῆς.

-Τὸν κλαίετε τὸν ἀποθαμένον; -Τὸν κλαίομεν. -Ὡς φαίνεται, σᾶς πονεῖ δι᾿ αὐτόν. Καὶ πόσας ἡμέρας τὸν φυλάγετε; -Δυὸ – τρεῖς ὥρας. -Τόσην ἀγάπην ἔχετε εἰς τὸν ταλαίπωρον; Ἀπὸ τὴν σήμερον νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες· καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ μὴ τοὺς κλαίετε τοὺς ἀποθαμένους, διότι βλάπτετε καὶ τὸν ἑαυτόν σας καὶ ἐκείνους. Καὶ αἱ γυναῖκες ὅσες ἔχετε λερωμένες μπόλιες νὰ τὰς ρίψετε.

Ὅταν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα, ἔλαβεν ὁ πανάγαθος μίαν πλευρὰν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἔκαμε τὴν γυναίκα, καὶ τοῦ τὴν ἔδωκε διὰ σύντροφον. Ἴσια τὴν ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὴν γυναίκα μὲ τὸν ἄνδρα, ὄχι κατωτέρα. Ἐδῶ πῶς τὰς ἔχετε τὰς γυναῖκας; -Διὰ κατωτέρας. -Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ θέλετε νὰ εἶσθε καλύτεροι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὰς γυναῖκας, πρέπει νὰ κάμνετε καὶ ἔργα καλύτερα ἀπὸ αὐτάς· εἰ δὲ καὶ αἱ γυναῖκες κάμνουν καλύτερα καὶ πηγαίνουν εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν κόλασιν, τί μᾶς ὠφελεῖ; Εἴμεθα ἄνδρες καὶ κάμνομεν χειρότερα. Ἐγὼ βλέπω ἐδῶ ποὺ περιπατῶ καὶ διδάσκω· εἶπα ἕνα λόγον διὰ τὰς γυναῖκας καὶ σκέπτονται νὰ ρίψουν τὰ περιττὰ σκουλαρίκια, δακτυλίδια, καὶ μὲ ἤκουσαν εὐθύς (22). Βλέπω ὁποὺ τρέχουν νὰ ἐξομολογηθοῦνε. Εἶπα καὶ ἕνα λόγον διὰ τοὺς ἄνδρας· φυσικὸν εἶνε τοῦ ἀνδρὸς ὅταν πηγαίνῃ πενήντα χρονῶν νὰ βγάνη γένεια· καὶ ἐγὼ βλέπω ἐδῶ καὶ εἶνε ἑξήντα καὶ ὀγδοήντα χρονῶν γέροντες, καὶ ἀκόμη ξυρίζονται. Δὲν τὸ ἐντρέπεσθε νὰ ξυρίζεσθε; Δὲν ἤξευρεν ὁ Θεὸς ὁποὺ ἔδωκε τὰ γένεια; Καὶ καθὼς εἶνε ἄπρεπον μία γυναίκα γερόντισσα νὰ στολίζεται καὶ νὰ βάνη φτιασίδια, ὁμοίως καὶ ἕνας γέρων, ὅταν ξυρίζεται. Τὸ σιτάρι, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί θέλει; Θερισμόν. Ὁμοίως καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν παίρνη καὶ ἀσπρίζη, τί φανερώνει; Τὸν θάνατον. Εἶνε κανένας ἐδῶ καὶ θέλει νὰ ἀφήσῃ τὰ γένεια του; Ἂς σηκωθῆ νὰ μοῦ τὸ εἰπῆ, νὰ γίνωμεν ἀδελφοί, νὰ τὸν εὐχηθῶ καὶ ἐγώ, καὶ νὰ βάλω καὶ ὅλους τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὸν συγχωρήσωσι. -Ἐγὼ εἶμαι, διδάσκαλε. -Καλά, ἔχε τὴν εὐχήν μου. Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν δι᾿ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλόν, νὰ παρακαλῶ καὶ ἐγὼ διὰ λόγου σας, ὅσον καιρὸν καὶ ἂν ζήσω. Τὸ κάμνετε; -Τὸ κάμνομεν, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. -Σᾶς παρακαλῶ, χριστιανοί μου, νὰ εἰπῆτε, δι᾿ ὅσους ἀφήσουν τὰ γένεια, τρεῖς φορές: Ὁ Θεὸς συγχωρήσαι καὶ ἐλεήσαι αὐτούς. Ζητήσατε καὶ ἡ εὐγένειά σας συγχώρησιν, καὶ ἄμποτε καὶ σᾶς φωτίσῃ ὁ Θεός, καθὼς ἀφήκατε τὰ γένεια, νὰ ἀφήσετε καὶ τὰς ἁμαρτίας. Καὶ ἐσεῖς οἱ νέοι νὰ τοὺς τιμᾶτε· καὶ ἂν τύχῃ ἕνας ἄνθρωπος καὶ εἶνε τριάντα χρόνων ὁποὺ ἄφησε τὰ γένειά του, ἔτυχε καὶ ἕνας 50 ἢ 60 ἢ 100 καὶ ξυρίζεται, νὰ βάλῃς ἐκεῖνον ὁποὺ ἄφησε τὰ γένεια παραπάνω νὰ καθήση ἀπὸ ἐκεῖνον ὁποὺ ξυρίζεται, τόσον εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅσον καὶ εἰς τὸ τραπέζι. Δὲν σᾶς λέγω πάλιν ὅτι τὰ γένεια σᾶς πᾶνε εἰς τὸν παράδεισον, ἀλλὰ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ τὰ φορέμετά σου νὰ εἶνε ταπεινά, καὶ τὸ φαγί σου καὶ τὸ πιοτό σου, καὶ ὅλη σας ἡ συμπεριφορὰ νὰ εἶνε χριστιανική, διὰ νὰ δίδετε καλὸν παράδειγμα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.

Ὁ ἄνδρας, ἀδελφοί μου, ἐγέννησε τὴν γυναίκα ἀπὸ τὴν πλευράν του χωρὶς γυναίκα, καὶ πάλιν ἔγινε γερός. Ἐδανείσθη ἐκείνη τὴν πλευρὰν ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὴν ἐχρεωστοῦσε. Ἐγεννήθησαν ὡσὰν τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ γυναῖκες εἰς τὸν κόσμον, ἀλλὰ δὲν ἐφάνη καμία ἀξία νὰ γεννήση ἄνδρα, νὰ πληρώση τὴν πλευρὰν ὁποὺ ἐχρεωστοῦσε, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος, ὁποὺ ἠξιώθη διὰ τὴν καθαρότητά της καὶ ἐγέννησε τὸν γλυκύτατον Χριστὸν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, χωρὶς ἄνδρα, παρθένος, καὶ πάλιν ἔμεινε παρθένος, καὶ ἐπλήρωσεν ἐκείνην τὴν πλευράν. Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί χαρμόσυνα μυστήρια ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία; Μὰ τὰ ἔχει κρυμμένα καὶ θέλουν ξεσκέπασμα. Διὰ τοῦτο νὰ μάθετε ὅλοι σας γράμματα, διὰ νὰ καταλαμβάνετε πῶς περιπατεῖτε. Πρέπει καὶ σύ, ὦ ἄνδρα, νὰ μὴ μεταχειρίζεσαι τὴν γυναῖκα σου ὡσὰν σκλάβα, διότι πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ἐκείνη καθὼς καὶ σύ. Τόσον ἐσταυρώθηκεν ὁ Θεὸς δι᾿ ἐσέ, ὅσον καὶ δι᾿ ἐκείνην. Πατέρα λέγεις ἐσὺ τὸν Θεόν, πατέρα τὸν λέγει καὶ ἐκείνη. Ἔχετε μίαν πίστιν, ἕνα βάπτισμα· Δὲν τὴν ἔχει ὁ Θεὸς κατωτέραν. Διὰ τοῦτο δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὸ κεφάλι, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ τὸν ἄνδρα. Ὁμοίως πάλιν δὲν τὴν ἔκαμεν ἀπὸ τὰ ποδάρια, διὰ νὰ μὴ καταφρονῆ ὁ ἄνδρας τὴ γυναίκα. Ὠνόμασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνδρα Ἀδάμ, τὴν δὲ γυναίκα Εὔαν. Ἔκαμε καὶ ἕναν παράδεισον εἰς τὸ μέρος τῆς ἀνατολῆς ὅλον χαρὰ καὶ εὐφροσύνη· μήτε πείνα, μήτε δίψα, μήτε ἀρρώστια, μήτε κανὲν λυπηρόν. Τοὺς ἐστόλισε μὲ τὰ ἑπτὰ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Τοὺς ἔβαλε μέσα εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρωνται ὡς ἄγγελοι. Λέγει ὁ Θεὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας: Ἐγὼ νὰ ὁποὺ σᾶς ἔκαμα ἀνθρώπους λαμπροτέρους ἀπὸ τὸν ἥλιον. Σᾶς ἔβαλα μέσα εἰς τὸν παρέδεισον, νὰ χαίρεσθε ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τοῦ παραδείσου. Μὰ διὰ νὰ γνωρίζετε πὼς ἔχετε Θεὸν ποιητὴν καὶ πλάστην σας, σᾶς δίδω μίαν παραγγελίαν· μόνον ἀπὸ μίαν συκὴν νὰ μὴ φάγητε σύκα· μὰ νὰ ἠξεύρητε καὶ αὐτό, πὼς ἀνίσως καὶ παραβῆτε τὴν προσταγήν μου καὶ φάγετε, θὰ ἀποθάνετε. Καὶ ἔτσι τοὺς ἄφησεν ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἐχαίροντο ὡς ἄγγελοι. Διὰ τοῦτο τοὺς ἐστόλισεν ὁ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ ἡ ἐντροπὴ νὰ τοὺς φυλάγη ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὰ περισσότερον τὴν γυναίκα. Διὰ τοῦτο, χριστιανοί μου, ὅσον καὶ θυγατέρες τοῦ Χριστοῦ μου, ὅσον ἠμπορεῖτε, νὰ εἶσθε σκεπασμένες μὲ τὴν ἐντροπήν, καὶ φαίνεσθε ὡσὰν μάλαμα.