Απορείς με την κακότητα των γεωργών εκείνων, ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον αγαπητό, εκείνη όμως έδειξαν ανάξιοι για εργασία

Αδελφοί μου, ο Θεός θέλει καλούς εργάτες, και καλό καρπό, αυτούς θα τους ανταμείψει ο Θεός, με την Βασιλεία των Ουρανών!

Ο Θεός ήρθε για να δει το αμπέλι του, αλλά οι κακοί γεωργοί δεν τον δέχτηκαν, ο Θεός βλέποντας την στάση τους, παρέδωσε τον αμπελώνα του σε νέους γεωργούς, που ήταν άξιοι για εργασία, και αυτή εργάζονται σήμερα για την καρποφορία μας, είναι η Εκκλησία μας.

Νεοελληνική Απόδοση: Ευαγγέλιο (Ματθ. κα΄ 33-42)

Είπεν ο Κύριος, άλλην παραβολήν ακούστε: Υπήρχε κάποτε ένας οικοδεσπότης, ο οποίος εφύτεψε ένα αμπέλι, έβαλε γύρω του ένα φράχτη, έσκαψε εις αυτό ένα πατητήρι και έκτισε ένα πύργο. Ύστερα το ενοίκιασε εις γεωργούς και έφυγε εις ξένην χώραν.

Όταν δε επλησίασε ο καιρός των καρπών, έστειλε τους δούλους του προς τους γεωργούς διά να πάρουν τους καρπούς του. Αλλά οι γεωργοί, αφού συνέλαβαν τους δούλους του, έναν έδειραν, άλλον εσκότωσαν, άλλον ελιθοβόλησαν.

Πάλιν έστειλε άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους και έκαναν εις αυτούς τα ίδια.

Τελευταίον έστειλε προς αυτούς τον υιό του και είπε, «Θα εντραπούν τον υιόν μου».

Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν αναμεταξύ τους, «Αυτός είναι ο κληρονόμος. Εμπρός ας τον σκοτώσωμεν και ας πάρωμεν την κληρονομίαν του», και αφού τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν έξω από το αμπέλι και τον εσκότωσαν».

Όταν λοιπόν έλθη ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνη στους γεωργούς εκείνους;».

Λέγουν εις αυτόν, «Θα τους εξολοθρεύση με τον χειρότερον τρόπον και το αμπέλι θα το παραδώση εις άλλους γεωργούς, οι οποίοι θα του παραδώσουν τους καρπούς εις τον καιρόν τους».

Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς, «Ποτέ δεν εδιαβάσατε εις τας γραφάς, ότι, «Ο λίθος που απέρριψαν οι οικοδόμοι, έγινε ακρογωνιαίος λίθος· από τον Κύριον έγινε αυτό, και φαίνεται θαυμαστόν εις τα μάτια μας;».

Το αρχαίο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής

Είπεν ο Κύριος, άλλην παραβολὴν ἀκούσατε. Ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν.

Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν.

Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως.

Ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου.

Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἀπέκτειναν.

Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις;

Λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν.

Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;