Μεγάλη η χάρη της! Το θαύμα της Παναγίας στην Τήνο, που έδωσε το φως σε τυφλό παιδί

Σέ κάποια φτωχογειτονιά τού Πειραιά ζούσε ένα τυφλό παιδάκι, ο Νίκος. Η μητέρα του ήταν καλή, ευσεβής, ενάρετη. Ταχτικά πήγαινε στήν εκκλησία καί παρακαλούσε τόν Χριστό νά χαρίση φώς στό παιδί της.

Ο πατέρας ήταν αδιάφορος στά θρησκευτικά ζητήματα. Πολλές φορές κορόϊδευε τή γυναίκα του γιά τή θρησκευτικότητά της. Ούτε στήν εκκλησία πήγαινε, ούτε σταυρό έκανε. Η μάννα έτρεξε σ όλους τούς οφθαλμίατρους, γιά νά εξετάσουν τού παιδιού της τά μάτια. Όλοι τήν απέλπισαν.

Δέν υπήρχε θεραπεία μέ τίποτε, Αφού έκλεισαν οι πόρτες τής γής, η μάννα χτύπησε τού ουρανού τίς θύρες.

Αποφάσισε νά πάει τό παιδί της στήν Τήνο.

Γιώργο, σκέφτηκα νά πάω στήν Τήνο.

Τζάμπα θά χαλάσης τά λεφτά σου. Δέν γίνεται τίποτα. Πάρ το απόφασι. Ο Νίκος θά μείνη τυφλός.

Εγώ μέ τό παιδί θά πάμε στή χάρι Της. Πού ξέρεις τόσα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο.

Θαύματα, είπες; Στ αλήθεια, γυναίκα, πιστεύεις στά παραμύθια τών παπάδων; Αυτά είναι λόγια, γιά νά πηγαίνη ο κόσμος καί νά εκμεταλλεύωνται τούς αφελείς. Νά μήν πάς πουθενά. Εγώ λεφτά χαμένα δέν δίνω.

Εγώ θά κοινωνήσω στήν Τήνο. Θά πάω. Θέλω νά πάω. Κάτι μού λέει μέσα μου νά πάω. Γιά τό Νίκο, τό παιδί μου, άς πάμε μαζί. Έλα νά παρακαλέσωμε τή Μεγαλόχαρη γιά τό σπλάγχνο μας.

Είσαι ανόητη, μού φαίνεται. Δέν πήγαμε σέ «κοτζάμ» καθηγητάδες, δέν γυρίσαμε ένα σωρό γιατρούς; Όλοι δέν μάς είπανε τά ίδια; Σέ ρωτώ έχεις εσύ καμμιά ελπίδα;

Ναί έχω. Πιστεύω νά μέ λυπηθή η Μεγαλόχαρη. Ένα τό χω η δόλια. Θά μέ καταλάβη.

Εγώ δέν τά πιστεύω αυτά. Αλλά, επειδή επιμένεις, πήγαινε μονάχη σου. Εγώ δέν έρχομαι.

Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστος, η περίοδος τής Παναγίας. Η Μαρία αποφάσισε νά περάση «δεκαπεντάρι» στήν Τήνο.

Δεκαπέντε μέρες νηστεία, προσευχή, αγρυπνία. Κάθε βράδυ πήγαινε στήν Παράκλησι τής Παναγίας.

Πολλές φορές κοινώνησε, πολλές φορές έκλαψε, δάκρυσε, παρακάλεσε τήν Παναγία γιά τό άρρωστο παιδί της.

Ώ! Γλυκειά τού κόσμου Δέσποινα, ξέρεις τόν μοναδικό, τόν μεγάλο καημό τής ζωής μου.

Τό παιδί μου είναι τυφλό, τό μονάκριβο αγόρι μου. Όλα τά παιδιά, Παναγιά μου, βλέπουν, παίζουν, τρέχουν, χαίρονται τόν ήλιο, τή θάλασσα, τά πάντα, γιατί τό δικό μου νά ζή στό σκοτάδι;

Ο Γυιός Σου, Παναγιά μου πού θεράπευσε τόσους πολλούς τυφλούς, ανήμπορους, δυστυχισμένους, άς θεραπεύση καί τό παιδί μου.

Στίς 15 Αυγούστου τό νησί πλημμύρισε ξένους προσκυνητές.

Από τά πέρατα τής Ελλάδας έφθασαν πονεμένοι, άρρωστοι, παράλυτοι, γιά νά ζητήσουν τήν θεραπεία, τήν βοήθεια τής Μεγαλόχαρης.

Η Μαρία σηκώθηκε απ τά μεσάνυχτα. Μέ κομμένη ανάσα πήρε τόν ανηφορικό δρόμο πρός τήν θαυματουργή εικόνα.

Σέ λίγο ανέβαινε τά μαρμάρινα σκαλοπάτια κρατώντας τό τυφλό παιδί της.

Πλησίασε πάλι τήν Παναγία, μέ τά τόσα θαύματα.

Γονάτισε μ ευλάβεια, μέ βουρκωμένα μάτια. Παναγιά μου.

Αύριο φεύγομε απ τό μυρωμένο, τ όμορφο νησί σου. Κάμε τό θαύμα σου, χρυσοπαναγιά μου. Θεράπευσε τό γυιό μου, πού σού φερα στήν χάρι Σου.

Ο Νίκος γονάτισε δίπλα στήν μητέρα του καί ψιθύρισε: Μεγαλόχαρη, Είμαι τυφλό παιδί.

Δέν βλέπω τή φύσι, τήν όμορφη θάλασσα, τά πράσινα δένδρα.\Κόσμο ακούω καί κόσμο δέν βλέπω.

Σήμερα πού θά φύγωμε γιά τό σπίτι μας, Παναγιά μου, σέ παρακαλώ γιά τόν πατέρα μου.

Χάρισέ του φωτισμό καί σύνεσι.

Κάνε τον νά πικραίνη λιγώτερο τήν καλή μου μανούλα.

Βοήθησε τόν πατέρα μου νά γίνη καλός άνθρωπος. Νά μήν βλαστημά, νά πηγαίνη στήν εκκλησία, νά κάνη τόν σταυρό τουΣταυροκοπήθηκε ο Νίκος.

Τότε ένιωσε κάτι αλλιώτικο μέσα του.

Μισάνοιξε τά βλέφαρα.

Κάτι άρχισε νά διακρίνη.

Έβλεπε μαύρες σιλουέτες νά κινούνται.

Μάννα, βλέπω! βλέπω! βλέπω!

Θαύμα! Θαύμα!

Δοξασμένο τ όνομά Σου Παναγία μου!

Μιά μυριόστομη κραυγή ακούστηκε: «Θαύμα! Θαύμα!» Η Μαρία έμεινε αρκετή ώρα δακρυσμένη μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας.

Δέν πίστευε στά μάτια της.

Έβλεπε τό παιδί της νά βλέπη καί δόξαζε απ τά τρίσβαθα τής καρδιάς της τόν Θεό.

Καταχαρούμενοι γύρισαν στόν Πειραιά.

Ο άπιστος πατέρας, όταν είδε μέ τά μάτια του, τό εκπληκτικό θαύμα συγκινήθηκε, έκλαψε, άλλαξε.

Έπαψε τίς ειρωνείες, άρχισε μ ευλάβεια νά κάνη τό σταυρό του, νά πηγαίνη ταχτικά στήν εκκλησία, εξωμολογείτο, κοινωνούσε, δόξαζε τήν δύναμι τού Θεού. Λόγος πικρός δέν έβγαινε πιά από τά χείλη του. Στό σπίτι εκείνο υπήρχε πόνος, θλίψις, δάκρυα, σκοτάδι, βρισιά, ειρωνεία, βάσανα.

Τώρα βασιλεύει χαρά, ευτυχία, φώς, τραγούδι. Η θεία Κοινωνία, η δροσιά τού Παραδείσου, χάρισαν υγεία, χαρά, ευτυχία.

Πηγή: vimaorthodoxias.gr