Να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε με αυτή την προσευχή στην Παναγία

Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι έχουμε δίπλα μας, εκτός από ανθρώπους που μπορούν να μας βοηθήσουν πνευματικά, και τον ίδιο τον Χριστό που μας βοηθάει, την Παναγία, τα Χερουβείμ, τα Σεραφείμ και τους Αγίους Πάντες. Θάρρος λοιπόν! Ο Χριστός είναι πολύ δυνατός, είναι παντοδύναμος, και θα δώση την θεϊκή Του δύναμη, να συντρίψουμε τα κέρατα του πονηρού. Μας παρακολουθεί συνέχεια αοράτως και θα μας ενισχύη, όταν εμείς έχουμε την αγαθή προαίρεση και κάνουμε τον μικρό κατά δύναμιν αγώνα μας.

Να ζητάς πίστη από τον Χριστό- «πρόσθες ημίν πίστιν»- και να καλλιεργής την ταπείνωση. Γιατί, ακόμα και όταν πιστεύη κανείς, αν έχω υπερηφάνεια, πάλι δεν ενεργεί η πίστη.

Με την προσευχή δυναμώνει η πίστη. Ένας άνθρωπος που δεν καλλιέργησε την πίστη του από μικρός, αλλά έχει διάθεση, μπορεί να την καλλιεργήση με την προσευχή, ζητώντας από τον Χριστό να του προσθέση πίστη. Να παρακαλούμε τον Χριστό να μας προσθέση πίστη και να μας την αυξήση. Στον Χριστό τί είπαν οι Απόστολοι; «Πρόσθες ημίν πίστιν» δεν είπαν; Όταν λές «πρόσθες», σημαίνει ότι εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου στον Θεό. Γιατί, αν δεν εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του στον Θεό, τί να του προσθέση ο Θεός; Ζητάμε από τον Θεό να μας προσθέση πίστη, όχι για να κάνουμε θαύματα, αλλά για να Τον αγαπήσουμε περισσότερο.

Μεγάλο πράγμα η πίστη! Βλέπετε, και ο Απόστολος Πέτρος με την πίστη βάδισε πάνω στα κύματα. Μόλις όμως μπήκε η λογική, άρχισε να βουλιάζη … Μεγάλη υπόθεση να αφήνεται κανείς στα χέρια του Θεού! Οι άνθρωποι βάζουν στόχους και προσπαθούν να τους επιτύχουν, χωρίς να αφουγκράζωνται ποιό είναι το θέλημα του Θεού και χωρίς να συμμορφώνωνται προς αυτό. Πρέπει να αφεθούμε με εμπιστοσύνη στον Θεό να κατευθύνη τα πράγματα και εμείς να κάνουμε το χρέος μας με φιλότιμο. Αν ο άνθρωπος δεν εμπιστευθή στον Θεό, ώστε να εγκαταλείψη τελείως τον εαυτό του στα χέρια Του, θα βασανίζεται.

***

«Χαίρε, ότι λιμένα των ψυχών ετοιμάζεις…»

Στα μέρη της Λομβαρδίας ζούσε ένα αντρόγυνο πολύ ενάρετο.

Έτρεφαν για την Παναγία τόση πολύ ευλάβεια, που αγιογράφησαν με πολύ πόθο σε έναν από τους τοίχους του σπιτιού τους την εικόνα της, ξοδεύοντας πολλά χρήματα για να γίνει ωραία και ευπαρουσίαστη.

Κάθε μέρα και ώρα, όσες φορές κι αν περνούσαν μπροστά από την αγία εικόνα της, προσκυνούσαν την Παναγία και της έλεγαν τον αγγελικό ασπασμό.

Χάρη σε αυτήν την καλή τους συνήθεια η χάρις της τους έστελνε όλα τα καλά και κάθε ευφροσύνη. Περνούσαν μεταξύ τους αλλά και με τους γείτονές τους τόσο ενάρετα και ασκανδάλιστα ώστε τους επονόμασαν και τους έλεγαν όλοι «ειρηνικούς»!

Είχαν και ένα μικρό παιδί τριών χρόνων, το οποίο βλέποντας τον πατέρα του και την μητέρα του να σταματούν πολλές φορές μπροστά στην αγία εικόνα και να προσεύχονται με ευλάβεια, απέκτησε κι αυτό την ίδια συνήθεια και κάθε φορά που περνούσε, την προσκυνούσε, μιμούμενο τους γονείς του.

Όταν μάλιστα άρχισε να μιλάει, έμαθε κι αυτό να λέει τον αγγελικό ασπασμό και τον έλεγε σαν προσευχή κάθε φορά που περνούσε μπροστά από την αγία εικόνα της, όχι από ευλάβεια αλλά από συνήθεια. Βλέποντας την αγιογραφία με την Παναγία στον θρόνο της, νόμιζε ως μικρό παιδάκι που ήταν, πως αυτή ήταν η Κυρία του σπιτιού, γι’ αυτό και την σεβόταν και την προσκυνούσε, όπως έβλεπε και τους γονείς του να κάνουν!

Μια μέρα, καθώς έπαιζε με τα άλλα παιδιά στην άκρη του ποταμού, από συνεργία του μισόκαλου, έπεσε μέσα στο νερό. Τα άλλα παιδιά ανήγγειλαν στην μητέρα του ότι πνίγηκε το παιδί της. Κι εκείνη έτρεξε αμέσως κλαίγοντας και μαζί της και όλοι οι γείτονες. Καταφθάνοντας στο ποτάμι γδύθηκαν δύο άνθρωποι και επειδή ήταν πολύ βαθύ το ποτάμι βουτούσαν πολύ ώρα και έψαχναν με πολύ επιμέλεια, αλλά δεν βρήκαν τίποτα.

Η μητέρα του πάλι ενώ έψαχνε σε ένα άλλο μέρος, γυρίζει και βλέπει ξαφνικά το παιδί της να κάθεται πάνω στα νερά, σαν να κάθεται σε μεγαλοπρεπή θρόνο, στη μέση του ποταμού…

– Παιδί μου πως είσαι εκεί; Το ρώτησε αμέσως.

– Καλά είμαι μητέρα μου, η Κυρία με κρατάει καλά και δεν φοβάμαι, είπε εκείνο.

Η γυναίκα από την χαρά της που το βρήκε δεν κατάλαβε ποια εννοούσε.

Αφού λοιπόν πήραν το παιδί και το έδωσαν στη μητέρα του, επέστρεψαν με χαρά στο σπίτι της. Επέστρεψε και ο άντρας της και αφού του είπαν τι συνέβη, εκείνος στράφηκε στο παιδί και το ρώτησε να του εξηγήσει πως γλύτωσε.

Εκείνο τότε του είπε:

– Όταν έπεσα στο ποτάμι, ήρθε αυτή η Κυρία του σπιτιού μας (δείχνοντας με το δάκτυλό του την εικόνα της Θεοτόκου), με άρπαξε μέσα από το νερό και με κρατούσε πάνω της μέχρι που ήρθαν να με πάρουν εκείνοι οι άνθρωποι!

Ακούγοντας αυτά τα λόγια οι παρευρισκόμενοι θαύμασαν! Βλέποντας μάλιστα το παιδί να δείχνει με το δάχτυλό του την εικόνα, έπεσαν όλοι και προσκύνησαν την χάρη της προστασίας της και έκαναν ολονύκτια αγρυπνία.

Στον καθένα που ρωτούσε τι συνέβη, το παιδί απαντούσε λέγοντας καθαρά όλες τις λέξεις της υπόθεσης ενώ τα υπόλοιπα λόγια τα έλεγε τραυλά, όπως συνήθως τα λένε όλα τα μικρά παιδιά. Μάλιστα, όταν διηγιόταν το θαυμαστό αυτό γεγονός, τα λόγια του ήταν τόσο έναρθρα και καθαρά, που όλοι πλέον το θαύμαζαν και δόξαζαν τον Θεό!

Έτσι, λοιπόν, όχι μόνο εκείνο το παιδάκι, αλλά και πολλοί άλλοι, όσοι τιμούν και ευλαβούνται τις ιερές εικόνες, λυτρώνονται από πρόσκαιρους κινδύνους και αξιώνονται τέτοια άφραστη αγαλλίαση, που ευχόμαστε να νιώσουν και όλοι όσοι πιστεύουν στον Ιησού Χριστό, τον Κύριο μας, στον οποίο ανήκει η Δόξα στους αιώνες. Αμήν!

(Aπό το βιβλίο Αμαρτωλών Σωτηρία)

***

Άγιος Γέροντας Κλεόπας Ηλιέ

Εκλεκτές διηγήσεις και προσευχές γιά μικρά παιδιά.

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος ευλαβής που ωνομαζόταν Αγαθόνικος. Αυτός είχε διδαχθή, ακόμη από την παιδική του ηλικία, να λέγη μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, τον ύμνο αυτό:

«Θεοτόκε, Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά σού. Ευλογημένη, συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών».

Αργότερα έκανε μια ζωή με πολλές φροντίδες και έλεγε σπανιώτερα αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Κατόπιν σιγά σιγά έπαυσε να τον λέγη.

Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, έστειλε στο σπίτι του έναν ερημίτη από την Θηβαΐδα για να τον ελέγξη διότι εξέχασε αυτόν τον ύμνο της Κυρίας Θεοτόκου. Ο Αγαθόνικος απήντησε στον ερημίτη μοναχό ότι έπαυσε να τον λέγη, διότι, παρότι τον έλεγε για πολλά χρόνια, όμως δεν ευρήκε καμμία ωφέλεια.

Τότε ο ερημίτης του είπε: «Φέρε στον νου σου τυφλέ και αχάριστε, πόσες φορές σε εβοήθησε αυτή η δοξολογική προσευχή και σε έσωσε από διάφορους πειρασμούς!

Θυμήσου, όταν ήσουν ακόμη παιδί, πως λυτρώθηκες από πνιγμό κατά ένα θαυμαστό τρόπο! Ενθυμήσου, όταν σε εκτύπησαν πολλοί γείτονες σε μία λακκούβα που είχες πέσει κι όμως έμεινες ατραυμάτιστος! Θυμήσου ακόμη, όταν ταξίδευες κάποτε με κάποιον φίλον σου, επέσατε και οι δυό σας από την καρότσα!

Αυτός έσπασε το πόδι του και συ δεν έπαθες τίποτε. Δεν γνωρίζεις ότι ο φίλος σου είναι κάτω αδύνατος από μία ασθένεια, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν αισθάνεσαι κανένα πόνο;

Καί, όταν του έφερε στην μνήμη όλα αυτά τα θαυμαστά έργα, στο τέλος του είπε:

«Να ξέρης ότι όλες αυτές οι δυστυχίες και ατυχίες που ήλθαν στην ζωήν σου, απομακρύνθηκαν από την θεία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, χάρις στην μικρή σου αυτή δοξολογική προσευχή, την οποίαν έλεγες κάθε ημέρα ενώπιόν της.

Δώσε λοιπόν προσοχή και συνέχιζε να προσεύχεσαι και στο μέλλον με την προσευχή αυτή και η Μητέρα του Κυρίου μας δεν θα σε εγκαταλείψη ποτέ». Έτσι κατάλαβε ο Αγαθόνικος και δεν άφησε πάλι αυτή την προσευχή.

Ούτε εμείς να μην αφήνουμε να περνά μία ημέρα χωρίς να προσευχηθούμε μ᾿ αυτή την προσευχή μπροστά στην Κυρία Θεοτόκο κι έτσι θα φυλαγώμεθα από πολλές δοκιμασίες και πειρασμούς στην ζωή μας.

(Γέροντος Κλεόπα Ηλιέ «Εκλεκτές διηγήσεις και προσευχές για μικρά παιδιά» Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010)

Πηγή: ekklisiaonline.gr